- λιτοδίαιτος
- -η, -οαυτός που ζει λιτά: Είναι λιτοδίαιτος και δεν παχαίνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιτοδίαιτος — η, ο (Α λιτοδίαιτος, ον) 1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν) ο λιτός βίος, η λιτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδρο δίαιτος, αστρο δίαιτος] … Dictionary of Greek
λιτοδίαιτον — λιτοδίαιτος of a plain way of life masc/fem acc sg λιτοδίαιτος of a plain way of life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασοδίαιτος — η, ο ο δασόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + δίαιτος < διαιτώμαι «ζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» ή < δίαιτα (πρβλ. λιτοδίαιτος, ολιγοδίαιτος). Η λ. μαρτυρείται στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
λιτόβιος — α, ο (Α λιτόβιος, ον) 1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν) ο λιτός βίος, η λιτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινό βιος, λιπό βιος)] … Dictionary of Greek
λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… … Dictionary of Greek
μετριακός — μετριακός, ή, όν (Α) [μέτριος] μέτριος, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («μετριακὴ ὕπαρξις», πάπ.) … Dictionary of Greek
μικρόσιτος — μικρόσιτος, ον) (Α) αυτός που τρώει λίγο, ο λιτοδίαιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σίτος (< σῖτος), πρβλ. μετριό σιτος] … Dictionary of Greek
ολιγοδίαιτος — η, ο (Α ὀλιγοδίαιτος, ον) αυτός που ζει με λίγα, ο λιτοδίαιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
Άδα — (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του σατράπη της Καρίας Εκατόμνου, σύζυγος του αδελφού της Ιδριέα. Έγινε βασίλισσα μετά τον θάνατο του Ιδριέα, αλλά την εκθρόνισε o Οθωντόπατος, γαμπρός του Πιξωδάρου, που ήταν και αυτός αδελφός της Ά. Η Ά. πήγε τότε στην… … Dictionary of Greek
Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… … Dictionary of Greek